Μ. Μητσάκη
Αρκούδα
‐ ΄Αιντε ωρέ τώρα να κάνει πώς φυλάει ου τζομπάνος τα πρόβατα ...
Και η αρκούδα, κατάμαυρη αρκούδα, νέα ακόμη, λίγο μεγαλυτέρ’ από μανδρόσκυλον, αλλά κακουχημένη, ρυπαρά, ως κουρασμένη από αθλίαν ζωήν, με μαδημένον εις πολλά μέρη το έρμα της, με τσιμπλιασμένους οφθαλμούς, και ψωριασμένη, ορθία επί των πισινών ποδών της, παίρνει πειθήνιος το ξύλον από των χειρών του βλάχου, το περνά, μακρόν, φθάνον ως κάτω, εις την γην, αναμέσον εις τους δύο της ώμους, το κρατεί κατά τον τρόπον τούτον, και στηρίζετ’ επ’ αυτού, ανακλίνουσα και κάπως πλαγιάζουσα το σώμα, ως ν’ αποβλέπη δήθεν προς το βόσκον, πέραν,ποίμνιον μεθ’ ο, το κατεβάζει, και φέρουσ’ αυτό κάθετον, ως κλίτσαν,
κάμνει βήματα τινά, κινείται, ωσάν να είχεν εμπροστά της στάνην, την οποίαν σαλαγά ...
‐ Χάιντε τώρα να κάνει πώς ντρέπουντι τα κουρίτσια ...
‐ Μπράβο, μπράβο! ... Χόρεψε τώρα και λιουγάκι, για να ιδούνε οι κυράδες ...
Και η αρκούδα, σείουσα τον χαλκάν, όστις περιβάλλει τα σαγόνια της, κλαγγάζουσα τον κρίκον, όστις διατρυπών συνέχει το επάνω προς το κάτω χείλος της, κροταλίζουσα την μακράν άλυσον, δι’ ης κρατεί αυτήν δεμένην ο αφέντης της, αρχίζει να περιγυρνά τον κύκλον των παιδίων. Ο βλάχος, μακεδών βλάχος, με μικρόν καλπάκι, μόλις στηριζόμενον επί της κορυφής
της κεφαλής του, παμμέλαιναν πυκνήν κόμην, ανήμερον, ακανθώδη γένεια πλαισιώνοντα την ηλιοκαμμένην όψιν του, ψηλός, φουστανελλάς, στεκόμενος εν μέσω, εις το κέντρον, κρούει δια των δακτύλων του το ντέφι που βαστά εις την παλάμην του, και τραγουδεί ανώμαλον και άξεστον καιδύσηχον τραγούδι, με ξενίζοντα σκοπόν, αγνώστους λέξεις, ακατάληπτον την έννοιαν. Κι εκείνη, προς τον δούπον του, προσπαθεί να αρμόση τα βήματα αυτής, να κινηθή ερρύθμως, με τα σκέλη απλωτά, εις όρχησιν,διαγράφουσα πέριξ του βλάχου τροχιάν κανονικήν, χονδροειδώς λυγίζουσα το άκομψον κορμί της, και ακκιζομένη κωμικώς, πηδώσα κάπου κάπου, και μουγκρίζουσα συχνά ...
Εις την μικρήν πλατείαν, εκεί πέρα, κατά το Βαθρακονήσι, δεν είναι οι θεαταί πολλοί. Τον κύκλον απαρτίζ’ εικοσαριά παιδιών, δεκάς περίπου γυναικών προβάλλει εκ των γύρωθεν σπιτιών, και από το μπακάλικον που είν’ εις την γωνιάν τρεις – τέσσερες προσβλέπουν, καθισμένοι έξωθεν επάνω εις σκαμνιά. Αλλ’ ο αλήτης, πρό μικρού εμφανισθείς, από στενού τινός, κατεβαίνοντος το πλευρόν ενός εκ των παρακειμένων λόφων, ερχόμενος μακρόθεν, βαρυνθείς να προχωρήση, αρκεσθείς πιθανώς εις τούτους ή ελπίζων ίσως να ελκύση κι άλλους βαθμηδόν, το έστησεν εκεί,καταμεσής, προ μερικών στιγμών, και άρχισε να προσκαλή την ηθοποιόν του την τετράποδα εις πρόχειρον παράστασιν χορού και μιμικής. Εκείνη,επομένη πριν κατόπιν του, βραδυπατούσα εις τα τέσσερα, κοιτάζοντας χαμαί, ωσάν ν’ αναζητούσε τίποτ’ εις το έδαφος, ωρθώθη αίφνης,εσηκώθηκ’ εις τα δύο, ισοσταθμήθη αντιμέτωπος αυτού. Έτρεξαν τα παιδιά, παίζοντα τέως άτακτα εδώ κι εκεί, ανέβλεψαν αι διαλεγόμεναι γειτόνισσαι, οι πίνοντες εις το τραπέζι του μπακάλικου έστρεψαν το κεφάλι. Και υπό την σκιάν του Υμηττού, ον βάφ’ η δείλη με τα ροδινότερά της χρώματα, παρά την όχθην του ξηρού πλησίον ρεύματος, εις την εσχατιάν αυτήν της πόλεως, ο αυτοσχέδιος θεατρώνης εξεγείρει τους ηχούς της συνοικίας με τ’ αήθη του προστάγματα, χάριν του πρωτοτύπου του θεάματος. Και τα προστάγματα αυτά, θέλον – μη θέλον, φιλοτιμείται το αγρίμιον να εκτελή,συμμορφούμενον με της γνωρίμου του φωνής τους τόνους και ταυτίζον τας κινήσεις και τας στάσεις και τα άλλα του διαβήματα, προς τηνμαντευομένην έννοιάν των.
Θα την συνέλαβεν, αναμφιβόλως, αρκουδόπουλον μικρόν, αρτίτοκον,εις καμμίαν φάραγγα του Πίνδου, της Ροδόπης, νέβρον πλήρη αγριότητος και ρώμης, γεμάτον από τον ακάθεκτον χυμόν ζωής, θηριώδους γεννημένον αποκάτω από το φύλλωμα καμμιάς γηραιάς οξιάς ή κανενός γιγαντίου γράβου, μέσα εις των δασών τα μαύρα βάθη, δίπλα εις την φοβεράν βοήν του παραρρέοντος χειμάρρου, νύκτα τινά τρικυμιώδη, υπό την χιονώδη του βορρά πνοήν, και υπό την αμυδράν λάμψιν των αστέρων, μαστιζομένων υπό της καταιγίδος. Θα εκαιροφυλάκτησε βεβαίως, κάποιαν στιγμήν, καθʹ ην θα έλειπεν η μάνα, ο πατήρ του, προς αναζήτησιν βοράς, ανύποπτοι, θα το είχαν αφήσει μόνον, έρημον, εμπιστευμένον εις την αγκαλιάν της μητρός φύσεως, χωμένον εις τον ίσκιον της φωλιάς του, και περιμένον να γυρίσουν. Και αφού άπαξ έγινε τοιουτοτρόπως κύριός του, θα το μετέφερεν εις την οικτράν του κατοικίαν εις την αχυρόπλεκτον καλύβαν του, και θα του έκοψε τα νύχια τ’ ανυπόμονα να εμπηχθούν εις σάρκα, θα ξερίζωσε τα δόντια του, άτινα κνίζει από τώρα αίματος η όρεξις, θα του ετρύπησε τα χείλη, δια να πέραση μεταξύ τον κρίκον, θα εδέσμευσε με τον χαλινόν το ρύγχος του, θα ήρμοσε την άλυσον, όπλα φυλακτικά της ανανδρίας του, δειλής, προς ασφάλειάν του, πονηρίας μηχανεύματα. Και αφού έτσι εσιγούρεψε το άθλιον πετσί του, θεν’ απέμεινε ζων έκτοτε μαζί του, θα το εκράτησε καιρόν συγκυλυόμενον όπως αυτός εντός της βρώμας της δυσώδους τρώγλης του, θα του εκόλλησε την λέραν του κορμιού του, θενά του μετέδωκε τις ψείρες του, και θενά ήρχισε δια της πείνας, δια της δίψας,δια του ξύλου, δια του φόβου, δια της βίας, δια της πειθούς και της ανάγκης τυραννών αυτό, παιδαγωγών αχρείως εις τοιαύτα παίγνια, προς τέρψιν μέλλουσαν των όχλων. Αφού δε το εγύμνασε καλά καλά, αφού κατέπνιξε βραδέως βαθμηδόν εντός του παν γενναίον ένστικτον, αφού το έκαμε λημών, απόζον, οκνηρόν τετράποδον, εκνευρισμένον κατοικίδιον, αφού το εκατάντησε των φαύλων επιθυμιών του όργανον τυφλόν, μέσον ασυνείδητον, χωρίς υπερηφάνειαν, χωρίς θέλησιν, θα το επήρ’ από το χαλινάρι, και σέρνει τώρα δούλον, στην σκλαβιάν ανατραφέν, το γεννημένον να πλανάτ’ αδέσμευτον, ελεύθερον ανά των ράχεων τα ύψη, εις ρεμματιές και εις χαράδρας κι εις δρυμούς, ακολουθούν αυτόν ανά τ’ ακάθαρτα σοκάκια των πόλεων, ανά τας συνοικίας των χωρίων, ως χειρόηθος μαϊμού, διά να επίδειξη την θαυματουργόν του ικανότητα. Κι ελεεινόν, ταπεινωμένον, δειμαλέον, άτονον υπείκον εις τους ραβδισμούς, εις τας στερήσεις και εις την συνήθειαν, αυτό, γυρίζει μετ’ αυτού, χορεύει,υποκρίνεται, χειροφιλεί, δέρεται, γρυλλίζει ...
Χόρεψε καλά, ταλαίπωρη αρκούδα, χόρεψε καλά, δια να μη φάγη λακτισμούς ο πισινός σου! Χόρεψε γρήγορα και χόρεψε θερμά, διά να μη σου αργάσουν το τομάρι οι ξυλιές! Χόρεψε τεχνικά και χόρεψ’ εύθυμα,διότι το βράδυ, μέσα εις την πνιγηράν σας τρύπαν, όπου άγχεται το στήθος σου, δεν θα βρεθή ούτε καν ένα κόκαλον να γλείψης! Χόρεψε ποικιλότροπα,διότι θα δεθής σκληρότερα, και ισχυρότερα θα σφίξη ο καημός την μύτην σου! Χόρεψ’ αρκούδα, χόρεψε διά να γελάσουν οι διαβάται που περνούν!Χόρεψ’ αρκούδα, χόρεψε δια να σε ίδουν οι κυράδες του μεμακρυσμένου μαχαλά, που σε κοιτάζουν απ’ τας θύρας, από τα παράθυρα, και μειδιούν με τα παράξενά σου τα καμώματα! Χόρεψ’ αρκούδα, χόρεψε δια να διασκεδάσουν τα παιδόπουλα, όπου πολιορκούν τον βλάχον και την ορχηστρίδα του φαιδρά διά το σπάνιον φαινόμενον, κι οπού σε βλέπουν έκπληκτα, και σε περιεργάζονται και σε θαυμάζουν και σʹ εμπαίζουν και χοροπηδούν τριγύρω σου κι αυτά, και προσεγγίζουν όσον δύνανται, και πού
και πού επιχειρούν νʹ αδράξουν τρίχες αιφνιδίως και βιαίως από την μαύρην σου προβιάν, καθώς διαβαίνεις έμπροσθέν των! Και αν από τα μάτια τα μικρά σου, κάποτε, τα θαμβωμένα, στιγμιαίον όνειρον αποστασίας διελαύνει, συλλογίσου, ότι υπάρχουν εις τον κόσμον και άλλαι αλυσίδες, και χονδρότεραι! Και αν, ενίοτε, το βλέμμα το καμμύον σου, μ’ έρωτα προσηλούται εις του αντικρύ βουνού τα πλάτη, σκέψου πως πριν να κάμης κι έν’ ακόμη βήμα δι’ εκεί, περισσότερ’ από μίαν θενά είν’ αι ράβδοι που θα σου συντρίψουν τα πλευρά! Και αν από τον σκοτισμένον νουν σου, και τ’ασφυκτιώντα στέρνα σου, και την ψυχήν σου την βασανισμένην, πόθος περνά, ανάμνησις, επιθυμία, μάταιον ορμέμφυτον, ω, ενθυμήσου πως δεν έχεις πλέον ούτε νύχια κοπτερά, ούτε οξείς οδόντας, ούτε μυς αδρούς, ούτε αλκήν πνευμόνων, ούτε σφρίγος αίματος!
Ιερά οδός
Από τη νέα πληγή που μ’ άνοιξεν η μοίρα
έμπαιν’ ο ήλιος θαρρούσα στην καρδιά μου
με τόση ορμή, καθώς βασίλευε, όπως
από ραγισματιάν αιφνίδια μπαίνει
το κύμα σε καράβι π’ ολοένα
βουλιάζει ... Γιατί εκείνο πια το δείλι,
σαν άρρωστος, καιρό, που πρωτοβγαίνει
ν’ αρμέξει ζωή απ’ τον έξω κόσμον, ήμουν
περπατητής μοναχικός στο δρόμο
που ξεκινά από την Αθήνα κι έχει
σημάδι του ιερό την Ελευσίνα.
Τι ήταν για μένα αυτός ο δρόμος πάντα
σα δρόμος της Ψυχής ... Φανερωμένος
μεγάλος ποταμός, κυλούσε εδώθε
αργά συρμένα από τα βόδια αμάξια,
γεμάτα αθεμωνιές ή ξύλα, κι άλλα
αμάξια, γοργά που προσπερνούσαν,
με τους ανθρώπους μέσα τους σαν ίσκιους ...
Μα παραπέρα, σα να χάθη ο κόσμος
κι έμειν’ η φύση μόνη, ώρα κι ώρα
μιαν ησυχία βασίλεψε ... Κι η πέτρα,
π’ αντίκρισα σε μια άκρη ριζωμένη,
θρονί μου φάνη μοιραμένο μου ήταν
απ’ τους αιώνες. Κι έπλεξα τα χέρια,
σαν κάθισα, στα γόνατα, ξεχνώντας
αν κίνησα τη μέρα αυτή ή αν πήρα
αιώνες πίσω αυτό τον ίδιο δρόμο ...
Μα να‐ στην ησυχία αυτή απ’ το γύρο
τον κοντινό προβάλανε τρεις ίσκιοι.
Ένας Ατσίγγανος αγνάντια έρχονταν,
και πίσωθέ του ακλούθααν, μ’ αλυσίδες
συρμένες, δυο αργοβάδιστες αρκούδες.
Και να∙ ως σε λίγο ζύγωσαν μπροστά μου
και μ’ είδε ο Γύφτος, πριν καλά προφτάσω
να τον κοιτάξω, τράβηξε απ’ τον ώμο
το ντέφι και, χτυπώντας το με το ’να
χέρι, με τ’ άλλον έσυρε με βία
τις αλυσίδες. Κι οι δυο αρκούδες τότε
στα δυο τους σκώθηκαν βαριά ... Η μία,
(ήτανε η μάνα, φανερά), η μεγάλη,
με πλεχτές χάντρες όλο στολισμένο
το μέτωπο γαλάζιες, κι από πάνω
μιαν άσπρη αβασκαντήρα, ανασηκώθη
ξόανο Μεγάλης Θεάς, της αιώνιας Μάνας,
αυτής της ίδιας που ιερά θλιμμένη,
με τον καιρόν ως πήρε ανθρώπινη όψη,
για τον καημό της κόρης της λεγόνταν
Δήμητρα εδώ, για τον καημό του γιου της
πιο πέρα ήταν Αλκμήνη ή Παναγία.
Και το μικρό στο πλάγι της αρκούδι,
σα μεγάλο παιχνίδι, σαν ανίδεο
μικρό παιδί, ανασκώθηκε κι εκείνο
υπάκοο, μη μαντεύοντας ακόμα
του πόνου του το μάκρος και την πίκρα
της σκλαβιάς που καθρέφτιζεν η μάνα
στα δυο πυρρά της που το κοίτααν μάτια!
Αλλ’ ως από τον κάματον εκείνη
οκνούσε να χορέψει, ο Γύφτος, μ’ ένα
πιδέξιο τράβηγμα της αλυσίδας
στου μικρού το ρουθούνι, ματωμένο
ακόμα απ’ το χαλκά που λίγες μέρες
φαινόνταν πως του τρύπησεν, αιφνίδια
την έκαμε, μουγκρίζοντας με πόνο,
να ορθώνεται ψηλά, προς το παίδι της
γυρνώντας το κεφάλι, και να ορχιέται
ζωηρά ...
Κι εγώ, ως εκοίταζα, τραβούσα
έξω απ’ το χρόνο, μακριά απ’ το χρόνο,
ελεύτερος από μορφές κλεισμένες
στον καιρό, από αγάλματα κι εικόνες∙
ήμουν έξω, ήμουν έξω από το χρόνο ...
Μα μπροστά μου, ορθωμένη από τη βία
του χαλκά και της άμοιρης στοργής της,
δεν έβλεπα άλλο απ’ την τρανήν αρκούδα
με τις γαλάζιες χάντρες στο κεφάλι,
μαρτυρικό τεράστιο σύμβολο όλου
του κόσμου, τωρινού και περασμένου,
μαρτυρικό τεράστιο σύμβολο όλου του
πόνου του πανάρχαιου, οπ’ ακόμα
δεν του πληρώθη απ’ τους θνητούς αιώνες
ο φόρος της ψυχής ... Τι ετούτη ακόμα
ήταν κι είναι στον Άδη ...
Και σκυμμένο
το κεφάλι μου κράτησα ολοένα,
καθώς στο ντέφι μέσα έριχνα, σκλάβος
κι εγώ του κόσμου, μια δραχμή ...
Μα ως, τέλος,
ο Ατσίγγανος ξεμάκρυνε, τραβώντας
ξανά τις δυο αργοβάδιστες αρκούδες,
και χάθηκε στο μούχρωμα, η καρδιά μου
με σήκωσε να ξαναπάρω πάλι
το δρόμον οπού τέλειωνε στα ρείπια
του Ιερού της Ψυχής, στην Ελευσίνα.
Κι η καρδιά μου, ως εβάδιζα, βογγούσε:
«Θά ’ρτει τάχα ποτέ, θε νά ’ρτει η ώρα
που η ψυχή της αρκούδας και του Γύφτου,
κι η ψυχή μου, που Μυημένη τήνε κράζω,
θα γιορτάσουν μαζί;»
Κι ως προχωρούσα,
κι εβράδιαζε, ξανάνιωσα απ’ την ίδια
πληγή, που η μοίρα μ’ άνοιξε, το σκότος
να μπαίνει ορμητικά μες στην καρδιά μου,
καθώς από ραγισματιάν αιφνίδια μπαίνει
το κύμα σε καράβι που ολοένα
βουλιάζει ... Κι όμως τέτοια ως να διψούσε
πλημμύραν η καρδιά μου, σα βυθίστη
ως να πνίγηκε ακέρια στα σκοτάδια,
σα βυθίστηκε ακέρια στα σκοτάδια,
ένα μούρμουρο απλώθη απάνωθέ μου,
ένα μούρμουρο, κι έμοιαζ’ έλεε: «Θά ’ρτει ... »
Συγκρίσεις
Εξετάζοντας κανείς παάλληλα τα αποσπάσματα από τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος», την «Ιερά Οδό» του Σικελιανού καθώς και την «Αρκούδα» του Μητσάκη διαπιστώνει αρκετές ομοιότητες και διαφορές. Ξεκινώντας από τις ομοιότητες, αξίζει να επισημανθεί η ύπαρξη
αλυσίδων, χαλκάδων, λουριών και κρίκων που αποτελούν τα μέσα με τα οποία οι δυνάστες αναγκάζουν τις αρκούδες να υπακούν στις εντολές τους και επιβάλλουν τη θέλησή τους σε αυτές. Βέβαια, αυτά τα μέσα λειτουργούν ευρύτερα και ως σύμβολα των ποικίλων καταναγκασμών είτε πολιτικών είτε κοινωνικών που επιβάλλονται διαχρονικά σε κάθε άνθρωπο που ζει σε οποιαδήποτε ανθρώπινη κοινωνία.
Επίσης, και στις τρεις περιπτώσεις οι αρκούδες παρουσιάζονται να είναι ταλαιπωρημένες, να βαδίζουν αργά και να υπομένουν καρτερικά και με υπομονή τη μοίρα τους. Ο τρόπος με τον οποίο κινούνται,αντιδρούν και συμπεριφέρονται καταδεικνύει την ψυχική τους εξάντληση καθώς και την ανάγκη τους να ξεκουραστούν και να πάψουν να υπηρετούν αυτούς που για χρόνια τις καταπιέζουν (μελαγχολικόν, νυστάζον, βαρύθυμον, αργοβάδιστη, βαρειά, συρμένες, αργοβάδιστες).
Μια ακόμη ομοιότητα που εντοπίζεται ανάμεσα στα αποσπάσματα είναι η ανάγκη των ζώων και στις τρεις περιπτώσεις να αντισταθούν στην τυραννία την οποία υφίστανται και να διαμαρτυρηθούν. Έτσι, στη «Σονάτα» η αρκούδα δείχνει την ανυπακοή της στον πόνο και δοκιμάζει να επαναστατήσει, έστω και προσωρινά, στον αρκουδιάρη που καταπατά τα δικαιώματά της και στερεί την ελευθερία της. Παρόμοια είναι και η αντίδραση της αρκούδας στην «Ιερά Οδό» που από την κούραση και την ταλαιπωρία δεν μπορούσε να χορέψει με διάθεση και δείχνει με αυτόν τον τρόπο την παραίτησή της από την προσπάθεια να ικανοποιήσει το κοινό που συγκεντρωμένο παρακολουθεί το θέαμα που προσφέρει. Παρομοίως, συμπεριφέρεται και η αρκούδα στο κείμενο του Μητσάκη, η οποία, για λίγο, ορθώνεται και στέκεται απέναντι στο μακεδόνα βλάχο για να τον αντιμετωπίσει με αποφασιστικότητα (οκνούσε να χορέψει, ανυπακοή της στον πόνο, ωρθώθη αίφνης ... αντιμέτωπος).
Δυστυχώς, όμως, και στις τρεις περιπτώσεις η επανάσταση των ζώων είναι παροδική. Και στα τρία κείμενα οι αρκούδες συμβιβάζονται και τελικά συμμορφώνονται στις εντολές του αφεντικού τους υπακούοντας στις προσταγές τους, καθώς κατανοούν ότι η επανάσταση δε γίνεται εύκολα και ότι είναι αδύναμες και καταδικασμένες να αποτελέσουν σύμβολα της αιώνιας υποταγής στους ισχυρούς (θέλον – μη θέλον ... συμμορφούμενον, υπακούοντας στο λουρί, ορχιέται ζωηρά). Μάλιστα, και στα τρία αποσπάσματα η συμπεριφορά των ανθρώπων απέναντί τους είναι ιδιαίτερα σκληρή, καθώς τα αφεντικά τους τις αναγκάζουν να χορεύουν ασταμάτητα, χωρίς να τις λυπούνται, και να διασκεδάζουν τους υπόλοιπους, ενώ και οι άνθρωποι παρακολουθούν το θέαμα που προσφέρουν, χωρίς να κατανοούν βαθύτερα το δράμα των ζώων που υποτάσσονται στα δεσμά τους. Εξάλλου, και στις τρεις περιπτώσεις αυτοί που παρακολουθούν το θέαμα είναι κυρίως μικρά, άπειρα, αγνά παιδιά που δεν μπορούν να καταλάβουν τη βαθύτερη θλίψη που νιώθουν τα ζώα αυτά (παιδιά, των παιδαρίων ο σωρός, παιδιά, αργόσχολοι, απαιτητικοί κι εγώ, ως κοίταζα ... αθώο στο ντέφι έρριχνα σκλάβος σαν ανίδεο μεγάλο παιδί...). Όσον αφορά την αντίδραση των μεγάλων, στην «Ιερά Οδό» αυτή δε δίνεται από τον ποιητή, ενώ στη «Σονάτα» φαίνεται πως οι μεγάλοι είναι ιδιαίτερα απαιτητικοί από αυτήν, όπως και στην «Αρκούδα» του Μητσάκη, όπου οι άντρες πίνουν αδιάφοροι και μόνο μια γυναίκα συγκινείται.
Ως προς τις διαφορές, αξίζει να επισημανθεί το γεγονός ότι τα πρόσωπα στα οποία ανήκουν οι αρκούδες είναι διαφορετικά. Στη «Σονάτα» αυτός που καταπιέζει την αρκούδα είναι ο αρκουδιάρης, στην «Ιερά Οδό» ο γύφτος και στο απόσπασμα του Μητσάκη ο μακεδών βλάχος. Επίσης, στην «Ιερά Οδό» η αρκούδα έχει στολισμένο πρόσωπο,ενώ στα άλλα δύο αποσπάσματα παρουσιάζεται βρώμικη, κουρασμένη και ταλαιπωρημένη (στολισμένο το πρόσωπο, κουρασμένη κουρασμένη, ρυπαρή, κακουχημένη). Συνοψίζοντας, αξίζει να αναφερθεί πως η αρκούδα και στα τρία κείμενα συμβολίζει όλους εκείνους τους ανθρώπους που σε κάθε χρονική στιγμή αναγκάζονται να υποστούν κάθε είδους καταναγκασμούς που επιβάλλουν οι άλλοι, χωρίς να μπορούν να αντιδράσουν και να επαναστατήσουν, ώστε να διεκδικήσουν την ελευθερία και τα δικαιώματά…